Στο πρώτο μέρος σου έγραφα για το φυγόκεντρο εγωισμό των Ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια, την ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού, ο Έλληνας δε συχωράει στον συμπολίτη του καμία προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει, ο Έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει. Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβεις τον Έλληνα, είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα.
Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία από μυστικές υπηρεσίες, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου, ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και την γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες. Γιατί και την συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία …
Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο επαγγελματίας τον επαγγελματία, ο καλιτέχνης τον καλιτέχη, ο επιστήμονας τον επιστήμονα, αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό. .... και ξένος, θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ όπως την δοκίμασα κι εγώ. Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι Έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις κοινωνικές ομήγηρες, στα τηλεοπτικά κανάλια και στα υπόλοιποα "γκαλά".
Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του Έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης, προτιμά να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λέει την γνώμη του, βελτιώνει την διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις, χωρίς ούτε να περιμένει, ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν από εκείνον πρώτοι τα νέα της ημέρας ή για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του, η το χειρότερο γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του, θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο, θα το έκανε περισσότερο τέλειο, αλλά λιγότερο δικό του, και εκείνο που προέχει για τον Έλληνα δεν είναι το πρώτο, αλλά το δεύτερο.
Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η υπόληψή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους Έλληνες δημόσιους άνδρες, που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Γιατί βλέπεις, τούτη η μοιραία για την τύχη των Ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό: Όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα, πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη, ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, λαοί, οικογένειες, πολιτικές μερίδες, η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία είναι υπέρ προσωπικά. Και δυστυχώς, οι Έλληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι’αυτό ή δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου, ή όταν φτάσουν, φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς. Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των Ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου, όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι Έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη.
Αλλά και εκεί το έργο, στηριγμένο σε ένα πρόσωπο, όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση, μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του, διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.
Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία από μυστικές υπηρεσίες, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου, ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και την γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες. Γιατί και την συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία …
Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο επαγγελματίας τον επαγγελματία, ο καλιτέχνης τον καλιτέχη, ο επιστήμονας τον επιστήμονα, αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό. .... και ξένος, θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ όπως την δοκίμασα κι εγώ. Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι Έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις κοινωνικές ομήγηρες, στα τηλεοπτικά κανάλια και στα υπόλοιποα "γκαλά".
Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του Έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης, προτιμά να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λέει την γνώμη του, βελτιώνει την διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις, χωρίς ούτε να περιμένει, ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν από εκείνον πρώτοι τα νέα της ημέρας ή για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του, η το χειρότερο γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του, θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο, θα το έκανε περισσότερο τέλειο, αλλά λιγότερο δικό του, και εκείνο που προέχει για τον Έλληνα δεν είναι το πρώτο, αλλά το δεύτερο.
Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η υπόληψή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους Έλληνες δημόσιους άνδρες, που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Γιατί βλέπεις, τούτη η μοιραία για την τύχη των Ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό: Όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα, πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη, ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, λαοί, οικογένειες, πολιτικές μερίδες, η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία είναι υπέρ προσωπικά. Και δυστυχώς, οι Έλληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι’αυτό ή δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου, ή όταν φτάσουν, φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς. Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των Ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου, όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι Έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη.
Αλλά και εκεί το έργο, στηριγμένο σε ένα πρόσωπο, όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση, μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του, διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.
Συνέχεια - Μέρος Τρίτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου