Η συμμετοχή μας, σε μια πράξη διαφθοράς μας κάνει αυτόματα διεφθαρμένους. Διότι όταν πραγματοποιείται μια τέτοια πράξη, υποθέτουμε αυτομάτως πως προέρχεται από κάποιο συγκεκριμένο γνώρισμα του χαρακτήρα μας, είτε δηλαδή από ανηθικότητα, ή από ηθική αδυναμία ή από έλλειψη γνώσης. Από την άλλη μεριά, τι θα λέγατε για τον υπεύθυνο ύλης ενός περιοδικού ο οποίος δημοσιεύει ένα φαλκιδεμένο άρθρο; Δεν θα αποφαινόσαστε άμεσα, χωρίς δεύτερη σκέψη πως είναι και αυτός διεφθαρμένος, εφόσον επιτρέπει την δημοσίευση φαλκιδεμένων άρθρων;
Ίσως σε αυτό το σημείο να αναλογιζόσασταν εάν ο υπεύθυνος ύλης του μέσου είχε γνώση της προέλευσης τους άρθρου. Διότι, θα πείτε, είναι λογικό με τόσο υλικό, τόσους συνεργάτες και πίεση χρόνου, δεν μπορεί να γνωρίζει εάν πραγματικά είναι φαλκιδεμένο ή όχι. Επομένως στην περίπτωση αυτή ο υπεύθυνος ύλης δεν έχει ηθική ευθύνη. Ο δημιουργός όμως του άρθρου έχει. Επομένως, όπως διαπιστώνουμε με αυτό το σύντομο παράδειγμα, πρέπει να ξεχωρίσουμε σε μια πράξη διαφθοράς τον διαφθορέα, δηλαδή αυτόν που έχει την ηθική ευθύνη σε μια πράξη διαφθοράς και τον διεφθαρμένο γενικά.
Ο διαφθορέας, είναι και διεφθαρμένος, όμως ένας διεφθαρμένος άνθρωπος δεν είναι απαραίτητο να είναι και διαφθορέας. Αυτό που προσδιορίζει τον διεφθαρμένο άνθρωπο είναι η ιδιότητα του χαρακτήρα του, ενώ τον διαφθορέα, αυτή καθαυτή η πράξη της διαφθοράς και κυρίως η ηθική ευθύνη της πράξης. Αυτό, νομίζουμε, συνηθίζεται να αποκαλείται ο ηθικός αυτουργός. Προσοχή όμως δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε και να αποκαλέσουμε διαφθορέα κάποιον τρίτο ο οποίος δεν συμμετέχει άμεσα στην συγκεκριμένη πράξη διαφθοράς.
Ένα παράδειγμα είναι ο λογιστής που κλέβει το ταμείο της εταιρείας του για να ικανοποιήσει τα ακριβά γούστα (lifestyle) της συζύγου του. Υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της πράξης διαφθοράς στην οποία προβαίνει ο λογιστής απέναντι στην εταιρεία του (αν θέλετε βάλτε έναν δημόσιο οργανισμό στην θέση της εταιρίας) και του διεφθαρμένου χαρακτήρα της συζύγου του. Ο σύζυγος από την μια μεριά, έχει την δυνατότητα επιλογής να κλέψει (ή να μην κλέψει) την εταιρεία του, επομένως έχει και την ηθική ευθύνη της πράξης διαφθοράς. Η σύζυγός του από την άλλη μεριά, μπορεί να μην γνωρίζει καν την πράξη του αυτή. Ακόμη και αν την γνώριζε, όμως, θα την έκανε ηθικό αυτουργό αλλά σε καμία περίπτωση διαφθορέα. Μάλιστα, δεν μπορούμε να της απονείμουμε τον χαρακτηρισμό “διεφθαρμένη” – με την αυστηρά “τεχνική” έννοια του όρου - εάν δεν έχει ποτέ άλλοτε στο παρελθόν συμμετάσχει άμεσα σε κάποια πράξη διαφθοράς. Παραμένει βέβαια το έλλειμμα ηθικότητας του χαρακτήρα της, ως προσδιορισμός.
Επομένως, ο διαφθορέας έχει την πλήρη και απόλυτη ηθική ευθύνη της πράξης του, με την έννοια πως είτε την επιδιώκει για να βλάψει την εταιρεία του, ή μπορεί να προβλέψει την οικονομική ζημιά που θα προκαλέσει, ή μπορούσε και θα έπρεπε να την είχε προβλέψει.
Συμπερασματικά, τόσο ο διαφθορέας όσο και ο διεφθαρμένος συμμετέχουν ενεργά σε μια πράξη διαφθοράς. Ο πρώτος προσδιορισμός χρησιμοποιείται όταν κάποιος δρα ενεργά σε μια πράξη διαφθοράς ενώ ο δεύτερος για κάποιον ο οποίος έχει μια προδιάθεση διαφθοράς αλλά και έχει υπάρξει διαφθορέας κάποιες στιγμές στην ζωή του.
Εδώ η έννοια της επαναληπτικότητας είναι σημαντική. Κανένας δεν θα ήθελε να χαρακτηρίσει έτσι εύκολα κάποιον ως διεφθαρμένο εάν δεν υπάρχει ιστορικό πράξεων διαφθοράς. Ακόμη και το μέγεθος ή η σημαντικότητα μιας μόνο πράξης διαφθοράς δεν είναι αρκετές για να προσδώσουν στον υπαίτιο τον προσδιορισμό “διεφθαρμένος”.
Μια και ο ηθικός αυτός προσδιορισμός αναφέρεται ακριβώς στην ηθική υπόσταση του ατόμου, θα πρέπει να παρουσιάζει κάποια στοιχεία επαναληπτικότητας, να υπάρχει δηλαδή όχι απλά μια ανήθικη προδιάθεση, αλλά ξεκάθαρα δείγματα επαναλβανόμενης συμπεριφοράς, δηλαδή συνήθεια.
Έτσι ο διεφθαρμένος έχει μια κακή – ηθικά – συνήθεια (υπάρχουν βεβαίως και άλλες κακές συνήθειες) την ροπή προς την διαφθορά. Πόσο συχνή πρέπει να είναι αυτή η συνήθεια για να χαρακτηρισθεί ο άνθρωπος αυτός “διεφθαρμένος”; Αυτή είναι πραγματικά μια πολύ καλή ερώτηση.
Ίσως η μόνη εύκολη απάντηση σε αυτό να είναι το επίπεδο ηθικής της κοινωνίας στην οποία ζει ο άνθρωπος, ο “πήχης” όπως έχουμε συνηθίσει πλέον να λέμε, που βάζει η κοινωνία μας σχετικά με τα θέματα ηθικής. Ο πήχης αυτός μπορεί να είναι είτε ο “ ελάχιστος ηθικός πήχης” ή ένας “ ιδεατός ηθικός πήχης”.
Όταν ο ελάχιστος ηθικός πήχης είναι πολύ χαμηλά, τότε η μεγάλη επαναληπτικότητα των πράξεων διαφθοράς, οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη διάβρωση της ηθικής υπόστασης των ανθρώπων που αποτελούν την κοινωνία μας, άρα σε περισσότερες και σοβαρότερες πράξεις διαφθοράς.
Εάν η διαβρωτική αυτή διαδικασία φθάσει πολύ μακριά τότε δεν θα μπορούμε να μιλάμε πλέον για κάποιον άνθρωπο ο οποίος να μπορεί, ως προς τον θεσμικό του ρόλο, να χαρακτηρισθεί π.χ. ως δικαστής μια και θα έχει αλλοιωθεί εντελώς η ιδιότητά του αυτή, πέραν αναγνώρισης, όπως θα λέγαμε μεταφορικά.
Όπως το συνεχές τσάκισμα, ζέσταμα και στρίψιμο ενός κέρματος κάνουν να χάσει σιγά-σιγά εντελώς την μορφή του κέρματος, έτσι και η οι συνεχείς πράξεις διαφθοράς από έναν δικαστή παραμορφώνουν την ιδιότητα του δικαστή. Όπως ένα τέτοιο κέρμα καταλήγει μετά από καιρό να μοιάζει περισσότερο με ένα κομμάτι μέταλλο και παύει να είναι κέρμα, έτσι και ο δικαστής παύει να είναι δικαστής και συζητιέται το αν παραμένει άνθρωπος.
Τελικά και η διαφθροά, ως ηθικά ελειματική πράξη, έχει να κάνει με τις αξίες, ή καλύτερα την έλλειψή τους, με έλλειξη δηλαδή πνευματικών αξιών, παδίας και γενικότερα κουλτούρας, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της ηθικής των ανθρώπων που απαρτίζουν μια κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου