Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως μια ανήθικη πράξη (π.χ. κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, διάρρηξη, το να πούμε ψέματα στον καλύτερό μας φίλο) είναι απαραίτητα και διαφθορά!
Επομένως η διαφθορά είναι μια μορφή ανήθικης πράξης. Η διαφθορά είναι οπωσδήποτε μια ανήθικη πράξη, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει πάντα. Η διαφθορά είναι μια από τις πολλές ανήθικες πράξεις που γνωρίζουμε.
Τι είναι επομένως αυτό που προσδιορίζει πότε μια πράξη εκτός από ανήθικη, γενικά, είναι και ειδικότερα μια πράξη διαφθοράς;
Στο παράδειγμα του κλεμμένου άρθρου, αν σας λέγαμε πως ο ανήθικος αρθογράφος δεν είχε στείλει το άρθρο στην εφημερίδα ως απλός αναγνώστης, αλλά ότι εργαζόταν για λογαριασμό της, τι θα σκεφτόσασταν τότε; Μήπως σ’ αυτήν την περίπτωση, θα λέγατε πως ο αρθογράφος προβαίνει σε μια πράξη διαφθοράς;
Τι είναι αυτό όμως που διαφοροποιεί την μια περίπτωση (αναγνώστης) από την άλλη (αρθογράφος εφημερίδας);
Είναι μήπως η οικονομική συναλλαγή (στην δεύτερη περίπτωση ο αρθογράφος αμείβεται από το μέσο ενώ στην πρώτη όχι) ή μήπως είναι το ότι ο αρθογράφος αποτελεί μέρος ενός οργανισμού (εφημερίδα);
Πιστεύουμε πως είναι αυτό το τελευταίο. Ο αρθογράφος και ο υπεύθυνος ύλης της εφημερίδας, είναι οργανικοί λειτουργοί μέσα σε έναν οργανισμό (κρατικό ή ιδιωτικό) ο οποίος διέπεται από μια αποστολή, κανόνες λειτουργίας και διαδικασίες. Η εφημερίδα έχει, πρέπει να έχει, ως αποστολή της την αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών (πελατών του), έτσι ώστε να συμβαδίζει με το πλαίσιο ηθικών κανόνων της κοινωνίας μας (ακεραιότητα πληροφόρησης, αλήθεια, σεβασμός ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κλπ).
Ο αρθογράφος που φαλκιδεύει άρθρα και παραπλανεί τους “πελάτες του”, υποσκάπτει τον σκοπό του οργανισμού ή/ και παραβιάζει τους κανόνες λειτουργίας του, εφόσον ο κώδικας δεοντολογίας αναφέρεται στο εγχειρίδιο λειτουργίας του οργανισμού (π.χ. η τήρηση των ηθικών κανόνων, το υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού, κλπ).
Καταλαβαίνουμε από αυτό το παράδειγμα πως για να χαρακτηριστεί μια ανήθικη πράξη ως διαφθορά θα πρέπει να προκαλεί υπονόμευση του σκοπού λειτουργίας ενός οργανισμού ή των εσωτερικών του διαδικασιών.
Δηλαδή η ανηθικότητα της πράξης δεν αρκεί να ανάγεται στην προσωπική ηθική υπόσταση του διαφθορέα, αλλά θα πρέπει να αφορά την ηθικότητα του οργανισμού καθαυτού, του σκοπού και των διαδικασιών λειτουργίας του. Εάν δηλαδή ο οργανισμός, δεν έχει διατυπωμένους ηθικούς κανόνες που αφορούν την εσωτερική του λειτουργία ή ο σκοπός και η λειτουργία του είναι διατυπωμένος και γνωστός με τρόπο που τα ηθικά πρότυπα είναι πολύ χαμηλά, τότε δεν έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για διαφθορά.
Η ύπαρξη της ηθικής διάστασης ξεκάθαρα διατυπωμένης στο εγχειρίδιο λειτουργίας του οργανισμού, ίσως να φαντάζει σε ορισμένους ως περιττή ή ασήμαντη λεπτομέρεια. Όμως, αυτό που καθορίζει πρωταρχικά τι είναι διαφθορά είναι το πρότυπο, ο υπαρκτός κανόνας δηλαδή, που μας κατευθύνει στο να γνωρίζουμε όλοι εκ των προτέρων, τι είναι ηθικά αποδεκτό και τι όχι. Θα λέγαμε πως είναι ο ηθικός πύχης ή το επίπεδο ηθικής ενός οργανισμού.
Δεν αρκεί να εννοείται, ή να αφήνεται στην προσωπική γνώση και την καλή θέληση αυτού που έχει έναν οργανικό ρόλο. Εάν δεν είναι προσδιορισμένο και συγκεκριμενοποιημένο το επίπεδο ηθικής, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε διαφθορά, αλλά απλά την αθέτηση μιας συνήθειας ή μιας πρακτικής (εάν υποθέσουμε ότι υπήρχε ποτέ μια τέτοια πρακτική). Ούτε μας ενδιαφέρει εάν κάποτε οι έχοντες οργανικό ρόλο χρησιμοποιούσαν ηθικότερες πρακτικές αλλά τώρα τις αθέτησαν. Κανένας δεν μπορεί να τους κατηγορήσει μια και δεν ήταν ηθικά υποχρεωμένοι να τις χρησιμοποιούν. Το έκαναν από υπερβάλλοντα ζήλο και τίποτε περισσότερο, εφόσον αυτό δεν ήταν διατυπωμένο στον κανονισμό λειτουργίας του οργανισμού.
Μάλιστα ισχυριζόμαστε πως ούτε αυτό είναι αρκετό, δηλαδή πως ακόμη και εάν υπάρχουν ηθικά πρότυπα, καταγεγραμμένα στον κανονισμό λειτουργίας του οργανισμού, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό! θα πρέπει να γίνεται συνεχή ενημέρωση, τόσο μέσα στον οργανισμό όσο και προς τα έξω. Το παράδειγμα που ακολουθεί θα μας διαφωτίσει ακόμη περισσότερο γιατί το λέμε αυτό.
Ας υποθέσουμε πως σ’ ένα αστυνομικό κέντρο, οι αστυνομικοί συνηθίζουν να κατασκευάζουν πειστήρια ενοχής σε περιπτώσεις όπου αυτοί κρίνουν ότι πρέπει να πράξουν κάτι τέτοιο για να συλληφθεί κάποιος που έχει διαπράξει ένα σοβαρό έγκλημα (π.χ. είναι παιδεραστής). Στην περίπτωση αυτή εάν ο οργανισμός “αστυνομία” - που υπηρετεί τον θεσμό της ασφάλειας των πολιτών – διαθέτει ένα χαλαρό ηθικό πρότυπο, τότε οι αστυνομικοί που κατασκευάζουν τεκμήρια δεν διαπράττουν διαφθορά.
Θα έπρεπε ο οργανισμός να αναφέρει ξεκάθαρα τον ηθικό κανόνα που λέει ότι δεν πρέπει σε καμία απολύτως περίπτωση αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που εργάζεται για την αστυνομία να κατασκευάζει αποδεικτικά τεκμήρια, διότι έτσι υπονομεύει την ηθική υπόσταση των λειτουργιών της αστυνομίας. Είναι πολύ εύκολο ένας αστυνομικός, όταν δυσκολεύεται να βρει αποδείξεις ενοχής, να εκτιμήσει πως είναι προτιμότερο να κατασκευαστούν πειστήρια ενοχής, παρά να την γλυτώσει ένας παιδεραστής. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, οι περισσότεροι από εμάς τείνουμε όχι μόνο να συγχωρήσουμε την πράξη του αστυνομικού, αλλά ακόμη κα να την θεωρήσουμε ηθικά σωστή. Ίσως μάλιστα ακόμη και ένα δικαστήριο να τον αθώωνε λόγω ευγενικής προαίρεσης.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το ηθικό πρότυπο είναι διατυπωμένο με σαφήνεια, πιστεύουμε, πως δεν αρκεί να υπάρχει καταγεγραμμένο σ’ ένα εγχειρίδιο. Η διοίκηση κάθε οργανισμού θα πρέπει να έχει στην ημερήσια διάταξη λειτουργίας της, τον προβληματισμό γύρω από τα θέματα ηθικής και να φροντίζει την ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού της γύρω από αυτό το ζήτημα.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα διαφθοράς λόγω ευγενικής προαίρεσης και τα περισσότερα αποτελούν ξεκάθαρη διαφθορά διότι υπονομεύουν την ηθική υπόσταση του οργανισμού.
Κάποιος οικονομικός μετανάστης με κακή κατάσταση υγείας, που δεν δικαιούται είσοδο στην Ελλάδα και βάζει έναν γνωστό του να δωροδοκήσει τον δημόσιο υπάλληλο, το κάνει από ανάγκη. Ο γνωστός του το κάνει από καλή προαίρεση ώστε ο φίλος του να έχει άμεση ιατρική φροντίδα μια και κινδυνεύει η ζωή του φίλου του. Η πράξη όμως αυτή υπονομεύει την ηθική υπόσταση του οργανισμού και διαφθείρει τον δημόσιο υπάλληλο.
Είναι αυτός που δωροδοκεί διαφθορέας στο συγκεκριμένο παράδειγμα; Δεν νομίζουμε, εάν μάλιστα αναλογισθούμε ότι έχει μεγαλύτερη ηθική ευθύνη (διακυβεύεται η ζωή του φίλου του) απέναντι σε έναν συνάνθρωπό του, από ότι απέναντι στον οργανισμό, ίσως σκεφθούμε ότι η πράξη του αυτή είναι ηθικά σωστή (από την μεριά του). Δεν παύει βέβαια να συμμετέχει σε μια πράξη διαφθοράς. Επίσης δεν παύει η πράξη αυτή να διαφθείρει τον δημόσιο υπάλληλο.
Τι μπορούμε να πούμε για την απόφαση του δημοσίου υπαλλήλου να δεχθεί την δωροδοκία; Είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε ηθική αντίσταση και αν είχε, θα έμπαινε σε πολύ μεγάλο πειρασμό, όχι τόσο για το ποσό των χρημάτων, όσο περισσότερο γιατί θα πίστευε ότι βοηθώντας έναν συνάνθρωπό του, ανεβάζει τον δείκτη προσωπικής ηθικής, επιδεικνύοντας τις αρετές συμπόνιας που έχει ως άνθρωπος απέναντι στους συνανθρώπους του. Θα πει κάποιος μα γιατί να πάρει χρήματα τότε! Δεν έχει σημασία εαν πάρει ή όχι χρήματα, από την στιγμή που το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή υποβαθμίζει την ηθική υπόσταση των κανόνων λειτουργίας του οργανισμου τον οποίο υπηρετεί. Γι αυτό ίσως κάποιοι λαοί που λειτουργούν περισσότερο πειθαρχημένα στους οργανικούς τους ρόλους, μπορεί να μας φαίνονται "ψυχροί", παρουσιάζουν εντούτοις μικρότερα επίπεδα διαφθοράς. Αποδίδουν μεγαλύτερη σχετική σημασία στους οργανισμούς τους, άρα και στους οργανικούς τους ρόλους, απ' ότι άλλοι λαοί όπως ο Ελληνικός.
Έτσι ο υπάλληλος ενω μπορεί να ανεβάζει στα μάτια του το επίπεδο προσωπικής ηθικής, ταυτόχρονα υποβαθμίζει τον δείκτη οργανικής ηθικής, δηλαδή τις αρετές που πρέπει να επιδεικνύει ως εκφραστής ενός οργανικού ρόλου.
Δεν πρέπει φυσικά να ξεγελαστούμε από τον όρο “οργανική ηθική” και να θεωρήσουμε πως αυτή δεν είναι προσωπική ηθική! Όλα όσα αφορούν την δράση ενός συγκεκριμένου ανθρώπου είναι προσωπικά! Επομένως και η οργανική ηθική/ διαφθορά είναι καθαρά προσωπικές εκδηλώσεις. Εδώ με τον όρο “οργανική” απλά θέλουμε να υποδηλώσουμε και να υπογραμμίσουμε πως αυτή – η ηθική η ή διαφθορά – αφορά ειδικά τον άνθρωπο σε σχέση με έναν οργανικό ρόλο που έχει αναλάβει να υπηρετήσει και όχι γενικά τον ρόλο του ως άνθρωπο (απέναντι στους άλλους ανθρώπους).
Όπως καταλαβαίνουμε η οργανική διαφθορά, δηλαδή η ηθική υπονόμευση των λειτουργιών του οργανισμού υποσκάπτει τον ηθικό χαρακτήρα κάποιων ανθρώπων και προέρχεται ως ένα βαθμό από – δηλαδή προϋποθέτει – κάποιου είδους φθορά της προσωπικής ηθικής. Οι οργανισμοί αποτελούνται από ανθρώπους και οι πράξεις γίνονται από ανθρώπους.
Η προσωπική ηθική φθορά του ανθρώπου μπορεί επομένως και πρέπει να διαχωριστεί τουλάχιστον σε δυο είδη:
- Tτην ηθική φθορά ως άνθρωπος και
- Tην ηθική φθορά ως οργανικός ρόλος (αστυνομικός, ψηφοφόρος, φορολογούμενος, δικαστής, κοκ).
Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στην ηθική φθορά των ανθρωπίνων αρετών (ειλικρίνεια, καλοσύνη, συμπόνια, δικαιοσύνη, κλπ) και αναφέρεται στον ρόλο του ανθρώπου να σχετίζεται γενικά με άλλους ανθρώπους.
Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται ειδικότερα στην φθορά αυτών των αρετών στον άνθρωπο ως κατόχου ενός οργανικού ρόλου. Είναι προφανές ότι η διαφθορά αποτελεί ένα συγκοινωνούν δοχείο, δηλαδή η επαναλαμβανόμενη οργανική διαφθορά μπορεί να υποσκάψει τις ανθρώπινες αρετές ενός ανθρώπου γενικότερα και να ενισχύσει την προσωπική του διαφθορά, δηλαδή να επηρεάσει τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους εκτός του οργανικού του ρόλου, να τον κάνει έναν διεφθαρμένο άνθρωπο, εν κατακλείδι να διαβρώσει την ανθρώπινή του υπόσταση.
Από εδώ και στο εξής όταν χρησιμοποιούμε τον όρο διαφθορά, θα αναφερόμαστε στην οργανική διαφθορά (ως προς τον οργανικό ρόλο) και μόνο.
Ίσως πολλοί να υποθέσουν, πως όταν μιλάμε για διαφθορά αναφερόμαστε μονάχα στην οικονομική διαφθορά και ειδικότερα μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και πολιτών. Αυτό συνηθίζεται να λέγεται διαπλοκή. Θα λέγαμε πως η διαφθορά που έχει ως βασικό της κίνητρο το οικονομικό όφελος και εμπλέκει δημοσίους υπάλληλους, ονομάζεται διαπλοκή. Επειδή όμως η οικονομική διαφθορά πιστεύουμε πως εμφανίζεται τόσο στον δημόσιο όσο στον ιδιωτικό βίο (μεταξύ ιδιωτικών οργανισμών και ανθρώπων), προτιμούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο οικονομική διαφθορά αντί για διαπλοκή.
Υπάρχουν άραγε και άλλοι τύποι διαφθοράς, εκτός από την οικονομική; Βεβαίως αν και είναι πολύ λιγότερο δημοφιλής από αυτή. Αναφέραμε πιο πάνω την διαφθορά καλής προαίρεσης (παράδειγμα αστυνομικού), υπάρχει η πολιτική διαφθορά (κίνητρο η εξουσία), η ακαδημαϊκή διαφθορά (κίνητρο η καταξίωση), κλπ.
Βέβαια πολλοί θα ισχυριστούν πως πίσω από κάθε εκδήλωση διαφθοράς κρύβονται τελικά οικονομικά οφέλη. Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε πως το χρήμα δεν είναι το πρώτιστο κίνητρο για τον άνθρωπο και πως πράγματι υπάρχουν και όλα τα υπόλοιπα ήδη διαφθοράς. Πρέπει να προσέξουμε πραγματικά πάρα πολύ, διότι εάν αναγνωρίσουμε το οικονομικό όφελος ως το κυρίαρχο κίνητρο, υπονομεύουμε την ηθική μας αντίληψη για τον άνθρωπο, τις επιδιώξεις του, τα κίνητρά του γενικότερα, βασικά υπονομεύουμε την όποια ανώτερη έννοια θα θέλαμε να προσδώσουμε στον προσδιορισμό άνθρωπος.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το χρήμα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα μέσο που κατασκεύασε ο άνθρωπος για να πετυχαίνει ανώτερες επιδιώξεις. Το χρήμα από μόνο του, χωρίς δηλαδή την συναλλαγματική του χρήση, θα ήταν απλά ένα κομμάτι μέταλλο ή χαρτί ή απλά ένας αριθμός (όσο πολλά και αν είναι τα μηδενικά του!).
Ένας δύσκολα αναγνωρίσιμος τύπος διαφθοράς είναι η ένοχη αμέλεια. Η ένοχη αμέλεια αφορά την προφανή επίγνωση που έπρεπε να έχουν κάποιοι άνθρωποι σχετικά με αυτό που έπρεπε να κάνουν και δεν το κάνουν ή με αυτό που δεν έπρεπε να αφήσουν να γίνει και το αφήνουν.
Η ένοχη αμέλεια είναι κάτι τόσο πολύ συνηθισμένο στην Ελληνική κοινωνική ζωή, ώστε δεν θα ταξινομηθεί ως διαφθορά, παρά μονάχα από ελάχιστους. Ο βασικός ελαφρυντικός παράγοντας είναι πως για να υπάρχει ακριβής γνώση του οργανικού ρόλου θα πρέπει ο οργανισμός να διαθέτει γραπτούς ηθικούς κανόνες και όπως προαναφέραμε να ενημερώνει συνεχώς τους ενδιαφερομένους.
Έτσι ο υπάλληλος μιας χημικής βιομηχανίας που αποθέτοντας τα απόβλητα του εργοστασίου σ’ έναν ποταμό επειδή αυτό είναι ευκολότερο και γρηγορότερο, τον μολύνει χωρίς να το γνωρίζει, διαπράττει ένοχη αμέλεια. Εάν έπρεπε να γνωρίζει την αποφυγή αυτής της πράξης (π.χ. εσωτερικός κανονισμός) τότε μιλάμε για ένοχη αμέλεια (διαφθορά). Εάν δεν μπορούσε να γνωρίζει τότε μιλάμε για σκέτη αμέλεια.
Εδώ επίσης αξίζει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ διαφθοράς και διάβρωσης. Η τελευταία είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και αφορά επίσης την υπονόμευση (διάβρωση) της λειτουργίας ενός οργανισμού. Η έλλειψη πόρων ή το κακό μάνατζμεντ μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου, μετά την πάροδο πολλών ετών. ο οργανισμός να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στον ρόλο του αποτελεσματικά και αποδοτικά. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται συνήθως την αργή αυτή διαδικασία και ο χαρακτήρας τους δεν μπορούμε να πούμε ότι διαβρώνεται ηθικά. Πιστεύουμε ότι η διάβρωση δεν έχει το ίδιο ηθικό βάρος με την διαφθορά.
Κάτω από αυτό το πρίσμα επίσης μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η διαφθορά είναι μια πράξη αποτελεσματική (αίτιο – αποτέλεσμα), δηλαδή πρέπει να έχει κίνητρο και αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και η διάβρωση δεν μπορεί να είναι διαφθορά, εκτός και αν κάποια διοίκηση σκόπιμα στέρησε πόρους και μέσα από τον οργανισμό για να τον υπονομεύσει.
Το κίνητρο για τον διαφθορέα μπορεί να είναι οικονομικό και το αποτέλεσμα είναι είτε η ηθική υπονόμευση του οργανισμού (σκοπός, λειτουργίες) ή/ και η ηθική διάβρωση της προσωπικότητας των εμπλεκομένων τουλάχιστον όσον αφορά τον οργανικό τους ρόλο. Εάν δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο από αυτά τα δύο στοιχεία τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για διαφθορά. Στην περίπτωση της διάβρωσης φαίνεται πως λείπει εντελώς το κίνητρο και το αποτέλεσμα επειδή έρχεται αργά-αργά δεν γίνεται ορατό.
Το ψέμα σε ένα δικαστήριο από οποιονδήποτε (δικαστές, δικηγόρους, πολίτες) και αν προέρχεται είναι διαφθορά, διότι υπονομεύει τον ίδιο τον σκοπό του δικαστηρίου (εύρεση αλήθειας) και την διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Το ψέμα εκτός δικαστηρίου (π.χ. μεταξύ φίλων) μπορεί να είναι απλά ανήθικο, ίσως να είναι ακόμη και παράνομο αλλά δεν αποτελεί πράξη διαφθοράς εφόσον δεν υπονομεύει κάποιο θεσμό.
Μετά από όλα αυτά νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε σε έναν εννιαίο ορισμό της διαφθοράς, που μπορεί τουλάχιστον να μας βοηθήσει να την αναγνωρίζουμε και να την ταξινομούμε. Πιστεύουμε ότι αυτό θα μας βοηθήσει στην προσέγγιση ενός τόσο πολύπλοκου θέματος, το οποίο δεν συζητιέται δημόσια ως προς την βαθύτερη του ουσία του, αλλά μονάχα ως προς τα αποτελέσματά του.
Μια πράξη που κάνει κάποιος (ο διαφθορέας) είναι διαφθορά (δηλαδή οργανική διαφθορά), τότε και μόνο τότε όταν:
- Η πράξη υπονομεύει άμεσα ή έμμεσα τον σκοπό ή/και κάποια διαδικασία ενός οργανισμού και/ή η πράξη επιδρά αρνητικά στον ηθικό χαρακτήρα κάποιου ανθρώπου (διεφθαρμένος) ως κατόχου ενός ρόλου σε σχέση με τον οργανισμό (οργανικός ρόλος)
- Τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα είναι αληθινά
a. Ο διαφθορέας (ο ηθικός αυτουργός της διαφθοράς) είναι και αυτός κάτοχος οργανικού ρόλου και προβαίνοντας στην πράξη του, σκόπευε ή τουλάχιστον μπορούσε να προβλέψει είτε την υπονόμευση του οργανισμού ή την υπονόμευση του ηθικού χαρακτήρα του διεφθαρμένου
b. Ο διεφθαρμένος που κατέχει όπως αναφέραμε οργανικό ρόλο, μπορούσε να αποφύγει την υπονόμευση του ηθικού του χαρακτήρα, εάν το επέλεγε
Το άρθρο μας έχει βασιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε μια εξαιρετική εργασία του Καθηγητού Seumas Miller (http://plato.stanford.edu/entries/corruption/).
2 σχόλια:
Σε παγκοσμιο επιπεδο η διαφθορα ειναι μετρησιμο μεγεθος σε αντιθεση με την ηθικη.
Η ηθικη διαφερει απο κοινωνια σε κοινωνια.Κατι το ανιθηκο σε μια κοινωνια θα μπορουσε να ηταν ηθικο σε μια αλλη και δεν μπορει να ειναι συγκρισιμη οπως συμβαινει με την διαφθορα.
Ειναι δυο διαφορετικα πραγματα ασχετα αν συγκοινωνουν μεταξη τους και υπαρχει αληλλεπιδραση.
Δεν μπορω να καταννοησω τον συσχετισμο.
υγ.Η προταση-σκεψη δικια μου στηριχτηκε στην αδυναμια της κεντρικης διοικησης να προστατεψει τα χρηματα των φορολογουμενων της.
Τι ποιο απλο να επιστρεψει την εξουσια στον ιδιο των λαο να το κανει μονς του μεσα απο ανοιχτες σε ολους ομαδες πολιτων και απο ΜΚΟ.
Ασχετα απο την ηιθκη των μελων αυτων τον ομαδων.
200 κυβικα πισσα δεν μπορει ο εργαζομενος να τα πληρωνει 300.
Ο ρολος των ομαδων αυτων θα ειναι να ελεγχει τα κυβικα πισσας που θα ριχτουν....και μετα μπορει να παει στο σπητι του ο καθενας να χτυπαει την γυναικα του να ξενογαμαει να κλεβει το φιλο του να λιθοβολει την μη παρθενα!!!
Και όμως αυτό που μετράνε σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το ποσοστό των ανήθικων πράξεων ...! Έχουν μάλιστα την δυνατότητα αυτή διότι οι κρατικές οντότητες έχουν λίγο ως πολύ κοινά νομοθετικά πλαίσια, αλλά να είσαι σίγουρος πως ο οργανισμός που την μετράει θα έχει διαμορφώσει (γραπτώς) ένα μοντέλο ηθικών κονόνων και μεθοδολογίας υπολογισμού των παραβιάσεων αυτών των ηθικών κανόνων.
Διαφθορά όπως εξηγεί και το άρθρο είναι μια ΠΡΑΞΗ η οποία παραβιάζοντας κάποιους ΗΘΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ενός - κρατικού - συνήθως οργανισμού ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΙ τον ρόλο του, δηλαδή την ΑΠΟΣΤΟΛΗ του.
Έτσι ακριβώς και στο δικό σου παράδειγμα εαν ο σκοπός της κεντρικής διοίκησης είναι η σωστότερη και πιο δίκαιη μοιρασιά των χρημάτων που έχει ως ΑΠΟΣΤΟΛΗ να ελέγξει ... τότε εαν αυτός που ελέγχει την σωστή τιμή της πίσσας δεν κάνει καλά την δουλειά του αλλά "λαδώνεται" για να τσεπώσει 50 ΕΥΡΩ προφανώς παραβιάζει την Αποστολή του Οργανισμού στον οποίο εργάζεται κάνοντας μια ανήθικη πράξη (φουσκώνει τεχνική την τιμή για ίδιο όφελος ενω η αποσ΄τολή του είναι να ωφεληθεί ο φορολογούμενος)
Σωστά λες πως ό,τι είναι προσδιορισμένο απο τον Οργανισμό (ή την κοινωνία) ως ανήθικη πράξη, αυτό και μόνο μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Όμως εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας υπάρχουν και ο συγκεκριμένος υπάλληλος εαν πιαστεί θα τιμωρηθεί (εαν βέβαια το δικαστικό σώμα δεν είναι και αυτό διεφθαρμένο ....)
Όλα αυτά όμως μπορούν κάλιστα να συμβούν και στις ΜΚΟ (και έχουν συμβεί ...). Σίγουρα οι ΜΚΟ θα έχουν λιγότερη ροπή στην διαφθορά (τουλάχιστον στην αρχή) αλλά ίσως και πολύ λιγότερες δυνατότητες όσο μεγαλώνουν να ενημερώσουν τα μέλη τους για τους ηθικούς κανόνες λειτουργίας της ΜΚΟ ... επίσης μην ξεχνάς πως η εξουσία διαφθείρει είτε αυτή είναι κρατική ή ΜΗ κρατική ...
Δημοσίευση σχολίου